© Θάνος Γιαννακάκης / WWF Ελλάς
ΚΡΗΤΗ

Καταστροφικές πλημμύρες στον παράκτιο χώρο, παρατεταμένες ξηρασίες, συχνές πυρκαγιές σε δασικές και αγροτικές εκτάσεις. Η Κρήτη αναμένεται τα επόμενα χρόνια να πληγεί εξίσου έντονα με την υπόλοιπη Ελλάδα από πλημμύρες, ξηρασίες και πυρκαγιές. Οι διαχρονικά κακές ή ανεπαρκείς πρακτικές διαχείρισης και χωροταξικού σχεδιασμού στο νησί, σε συνδυασμό με τη νέα κλιματική πραγματικότητα οδηγούν σε αύξηση της έντασης και της συχνότητας αυτών των - κατά τα άλλα - φυσικών φαινομένων και απειλούν τις τοπικές κοινωνίες και την οικονομία της Κρήτης.

Ήδη τα σημάδια δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρυντικά. Οι καταστροφές που επέφεραν τα πλημμυρικά φαινόμενα του 2017 (“Δαίδαλος”, Χανιά, Ιεράπετρα), του 2019 (“Ωκεανίς”, περιοχή Χανίων), του 2022 (Βόρεια Κρήτη, ιδιαίτερα Γούρνες, Κάτω Γούβες, Ανάληψη Χερσονήσου) και του 2022 (Αγία Πελαγία, Σητεία) επιβεβαιώνονται από το νέο Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας της Κρήτης που αναφέρει ότι τις επόμενες δεκαετίες, η πιθανότητα εμφάνισης έντονων πλημμυρικών φαινομένων αυξάνεται σημαντικά. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια οι συνθήκες ξηρασίας στο νησί έχουν ως αποτέλεσμα πολλά φράγματα να μην είναι επαρκώς γεμάτα ενώ πολλά δέντρα, ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα, έχουν ξεραθεί με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιών.

Παρακολουθώντας με ανησυχία αυτά τα σημάδια, εργαζόμαστε στην περιοχή της Σούδας στα Χανιά και στην επαρχεία Κισσάμου, με στόχο να καταδείξουμε παραδείγματα μείωσης του κινδύνου από τα πλημμυρικά φαινόμενα καθώς και ανάδειξης πρακτικών πρόληψης δασικών πυρκαγιών σε τοπικό επίπεδο.

Στις αρχές του 19ου αιώνα ολόκληρη η περιοχή της Σούδας αποτελούσε έναν εκτεταμένο βάλτο με συνολική περίμετρο 3 μιλίων, ενώ οι πρώτες γνωστές ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στην περιοχή χρονολογούνται από την περίοδο της Ενετοκρατίας, όταν μέρος του υγροτόπου μετατράπηκε σε αλυκές. Προοδευτικά, από τα τέλη του 19ου αιώνα, η περιοχή κατοικήθηκε, ενώ εκτεταμένες αποστραγγιστικές εργασίες εξαφάνισαν σχεδόν όλες τις υγροτοπικές εκτάσεις, με αποτέλεσμα το 2009, όταν ερευνητές του WWF Ελλάς επισκέφθηκαν την περιοχή, λιγότερα από 2 στρέμματα υγροτόπου ήταν ανέπαφα.

Μετά από διαρκείς διαπραγματεύσεις με την τοπική κοινότητα, αποφασίστηκε η απομάκρυνση των μπάζων και των στερεών αποβλήτων από μια έκταση 4 εκταρίων, με στόχο την αποκατάσταση του υγροτόπου και τη μείωση του κινδύνου πλημμύρας στην περιοχή. Σε χρονικό διάστημα 14 ετών απομακρύνθηκαν σχεδόν 40.000 κ.μ. μπάζων, βάσει μελέτης του WWF Ελλάς. Αρχικά, το 2010, εκχερσώθηκε μια έκταση 1 εκταρίου και απομακρύνθηκαν μπάζα ύψους άνω των 2 μέτρων, αποκαλύπτοντας το φυσικό έδαφος του υγροτόπου, λίγα εκατοστά πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Στη συνέχεια, για πολλά χρόνια, οι υπόλοιπες εργασίες διακόπηκαν για διοικητικούς και οικονομικούς λόγους- ωστόσο, στην αρχική αποκατεστημένη περιοχή, η αυτοφυής βλάστηση άλλαξε εντελώς το τοπίο: σε μια περιοχή που κάποτε ήταν καλυμμένη από μπάζα, τώρα ευδοκιμούσε ένας υγιής βάλτος. Το 2022, τα έργα ξεκίνησαν και πάλι, με ευθύνη του Δήμου Χανίων, και τα μπάζα απομακρύνθηκαν από την υπόλοιπη έκταση των 3 εκταρίων.

ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΙ ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ

 
© Θάνος Γιαννακάκης / WWF Ελλάς

Οι υγρότοποι συγκαταλέγονται στα πλέον απειλούμενα οικοσυστήματα, με υπερβολικό ρυθμό απώλειας τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1970, η περιοχή της Μεσογείου έχει υποστεί σχεδόν 50% απώλεια υγροτόπων, και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στην τάση αυτή. Μεταξύ των ελληνικών υγροτόπων, εκείνοι που βρίσκονται στην παράκτια ζώνη, ιδίως στα νησιά, απειλούνται περισσότερο, κυρίως λόγω της ανάπτυξης και άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Σε μια προσπάθεια να προσδιοριστεί η κατάσταση των ελληνικών νησιωτικών υγροτόπων, το WWF Ελλάς ανέλαβε την πρωτοβουλία να πραγματοποιήσει μια καταγραφή και να προωθήσει την προστασία τους μέσω του προγράμματος «Διατήρηση των νησιωτικών υγροτόπων της Ελλάδας» (2004-2015).

Διάβασε περισσότερα